- παρατυπώνω
- παρατυπῶ, -όω, ΝΑνεοελλ.1. τυπώνω εσφαλμένα, λανθασμένα2. τυπώνω πάρα πολλά, περισσότερα από όσα χρειάζονταιαρχ.(μόνον το μέσ.) παρατυποῡμαι1. τυπώνω τη σφραγίδα σφάλερά, παραποιώ («τὸ παρασημηνάμενος ὁ Θουκυδίδης ἐπὶ τοῡ παρατυπώσασθαι τῆν σφραγῑδα λέγει», Πολυδ.)2. μτφ. νοθεύομαι, διαστρέφομαι, παραποιούμαι, υφίσταμαι παραποίηση («ὁ τῆς πίστεως λόγος παρατετυπωμένος», Βασ.)3. αλλάζω διαρκώς τη μέθοδό μου.
Dictionary of Greek. 2013.